- ἐπιπλοκῶν
- ἐπιπλοκήplaiting togetherfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… … Dictionary of Greek
εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις … Dictionary of Greek
σαλπιγγίτιδα — Η φλεγμονή των σ. της γυναίκας. Η φλεγμονώδης εξεργασία της σ. μπορεί να παραμείνει εντοπισμένη στη σ. ή να επεκταθεί στην ωοθήκη, οπότε προκαλεί σαλπιγγοωοθηκίτιδα, ή ακόμα να προσβάλλει και τη μήτρα (μητροσαλπιγγίτιδα). Τα συχνότερα αίτια είναι … Dictionary of Greek
σουλφαδιμεθοξίνη — η, Ν (φαρμ.) σουλφαμίδη με εκτεταμένο αντιβακτηριακό εύρος, που χρησιμοποιείται ιδίως για τη θεραπεία τών επιπλοκών τής γρίπης στο αναπνευστικό σύστημα … Dictionary of Greek
φωτεινός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γιος της Φωτεινής. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Μαρτύρησε στην Απαμεία το 297, μαζί με τον πατέρα του Μαυρίκιο και πολλούς άλλους. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου. 3. Πέθανε με … Dictionary of Greek
αιθέρες — Χαρακτηριστικές οργανικές ενώσεις οι οποίες αποτελούνται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Οι α. προέρχονται από τις αλκοόλες με την αντικατάσταση ενός ατόμου υδρογόνου με μια αλκυλική ρίζα: R–ΟΗ+R–ΟΗ ↔ R–Ο–R+Η2Ο Μπορεί να είναι απλοί ή σύνθετοι … Dictionary of Greek
γρίππη — Οξεία λοιμώδης νόσος του αναπνευστικού συστήματος με γενικευμένα σωματικά συμπτώματα που προκαλείται από τύπους του ίδιου ιού. Μεταδίδεται πολύ εύκολα και συχνά προκαλεί μικρές εποχικές χειμερινές επιδημίες, σπανιότερα μεγάλες επιδημίες και… … Dictionary of Greek
Κισλόφσκι, Κριστόφ — (Krzysztof Κieslowski, Βαρσοβία 1941 – Λίμνη Μαζουρίας 1996). Πολωνός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Σπούδασε στη φημισμένη κινηματογραφική σχολή του Λοτζ και ασχολήθηκε με το ντοκιμαντέρ και την τηλεόραση (Η ουλή, 1976) προτού… … Dictionary of Greek